αναλογικός -ή -ό Adj.  [analogikos -i -o, analojikos -i -o, analogikos -h -o]

  Adj.
(3)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Κάθε χρόνο η παραγωγή του πετρελαίου μειώνεται κατά 3% λόγω των αποθεμάτων που εξαντλούνται, ενώ η κατανάλωση πετρελαίου αυξάνεται 2 με 3%, λόγω της ανάπτυξης των αναδυόμενων χωρών. " σκέψη μου είναι απλά ότι ο ΦΠΑ είναι ένας φόρος που είναι αναλογικός προς την τιμή.Die Erdölproduktion geht Jahr für Jahr um 3 % zurück, da die Ressource knapper wird und der Ölverbrauch aufgrund des Wachstums in den Schwellenländern um 2 bis 3 % steigt. Meine Überlegung geht ganz einfach dahin, dass die Mehrwertsteuer eine Steuer ist, die proportional auf den Preis aufgeschlagen wird.

Übersetzung bestätigt

Οποιοσδήποτε και εάν είναι ο πόρος ή οι πόροι που θα υιοθετηθεί, θα πρέπει να είναι προοδευτικός, όπως επιθυμεί η Ισπανία, ή αναλογικός;Unabhängig davon, für welche Finanzquelle oder -quellen man sich entscheidet, stellt sich die Frage, ob sie, wie z.B. Spanien das wünscht, progressiv sein soll oder proportional.

Übersetzung bestätigt

Πρέπει να είναι προοδευτικός, όπως θέλει η Ισπανία, ή αναλογικός του πλούτου ή μήπως κεφαλικός;Soll diese Steuer degressiv sein, wie Spanien das fordert, oder proportional dem Reichtum, oder pro Kopf?

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • αναλογικός (maskulin)
  • αναλογική (feminin)
  • αναλογικό (neutrum)


Griechische Definition zu αναλογικός -ή -ό

αναλογικός -ή -ό [analojikós] : που στηρίζεται στην αναλογία, που σχηματίζεται ή που υπολογίζεται σε αναλογία με κτ. άλλο: αναλογικός -ή -ό σχηματισμός μιας λέξης. αναλογικός -ή -ό τύπος, που σχηματίζεται από την επίδραση άλλου. Aναλογικό λεξικό, που κατατάσσει τις λέξεις σε νοηματικές ενότητες και όχι αλφαβητικά. Aναλογικό εκλογικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο ο αριθμός των βουλευτών που εκλέγονται σε κάθε περιφέρεια είναι ανάλογος με τις ψήφους που πήρε κάθε κόμμα, σε αντιδιαστολή προς το πλειοψηφικό. || (ως ουσ.) η αναλογική, το αναλογικό εκλογικό σύστημα: Aπλή / ενισχυμένη αναλογική. || (γραμμ.) αναλογικά αριθμητικά, που φανερώνουν ποια αναλογία έχει ένα ποσό προς ένα άλλο, πόσες φορές δηλαδή είναι μεγαλύτερο από ένα άλλο, π.χ. διπλάσιος, τριπλάσιος, πολλαπλάσιος. || (λογ.) αναλογικός -ή -ό διαλογισμός, είδος ατελούς επαγωγής, πολύ ασθενέστερης όμως ως προς το βαθμό πιθανότητας. || (πληροφ.) αναλογικός -ή -ό υπολογιστής, που χρησιμοποιεί φυσικά μεγέθη, π.χ. μήκος, τάση, βάρος, για να εκφράσει αριθμούς. αναλογικά ΕΠIΡΡ: Γραμματικοί τύποι που σχηματίζονται αναλογικός -ή -ό με άλλους.

[λόγ. < ελνστ. ἀναλογικός & σημδ. γαλλ. analogique (στη νέα σημ.) < λατ. analogicus < ελνστ. ἀναλογικός & σημδ. γαλλ. proportionnel]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback